επίχρισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]επίχρισμα • (epíchrisma) n (plural επιχρίσματα)
Declension
[edit]Declension of επίχρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίχρισμα • | επιχρίσματα • |
genitive | επιχρίσματος • | επιχρισμάτων • |
accusative | επίχρισμα • | επιχρίσματα • |
vocative | επίχρισμα • | επιχρίσματα • |
Coordinate terms
[edit]- see: κονίαμα n (koníama, “mortar”)