monkey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monkey | monkeys |
monkey (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος, η μαϊμού, για τα είδη που έχουν ουρά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]monkey (en)
- → δείτε το phrasal verb monkey around