monkey

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monkey monkeys

monkey (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

monkey (en)