navel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]navel (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- navel < (άμεσο δάνειο) αγγλική navel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
navel | navels |
navel (fr) αρσενικό
- (φρούτο) είδος πορτοκαλιού