frugal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

frugal (en)



      ενικός         πληθυντικός  
frugal frugals

Επίθετο

[επεξεργασία]

frugal (fr)

  1. (σχετικά με την τροφή) φειδωλός, λιτός
  2. λιτοδίαιτος
  3. (κατ’ επέκταση) οικονόμος, ολιγοδάπανος



Επίθετο

[επεξεργασία]

frugal (ro)

  1. φειδωλός, λιτός