frugal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]frugal (en)
- οικονόμος, που αποφεύγει τις σπατάλες
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frugal | frugals |
Επίθετο
[επεξεργασία]frugal (fr)
- (σχετικά με την τροφή) φειδωλός, λιτός
- λιτοδίαιτος
- (κατ’ επέκταση) οικονόμος, ολιγοδάπανος
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]frugal (ro)