gaffeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gaffeur < gaffer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gaffeur | gaffeurs |
θηλυκό | gaffeuse | gaffeuses |
gaffeur (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη gaffe