souplesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /su.plɛs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
souplesse souplesses

souplesse (fr) θηλυκό

  1. η ευλυγισία, η ευκαμψία, η ελαστικότητα, η λυγεράδα
  2. (μεταφορικά) η ευελιξία