tale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: talé
      ενικός         πληθυντικός  
tale tales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tale (en)

  1. η διήγηση, το αφήγημα
  2. το παραμύθι
  3. (μεταφορικά) ψεύτικη αφήγηση σαν παραμύθι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • tale - Oxford Learner's Dictionaries
  • tale - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

tale (io)