κοντο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντο- < κοντ(ός) + -ο-
- με τη σημασία «κοντά» < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντο- < επίρρημα κοντ(ά) + -ο- [1]
Πρόθημα
[επεξεργασία]κοντο-, κοντό- ή πρίν από φωνήεν: κοντ-
- πρώτο συνθετικό λέξεων
- σχετικών με το επίθετο κοντός
- με κυριολεκτική, μεταφορική ή ειρωνική σημασία μικρού μεγέθους ή διάρκειας
- που δηλώνουν δυσκολία
- κοντανασαίνω
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) με τη σημασία κοντά, σχεδόν (τοπικά ή χρονικά)
- σχετικών με το επίθετο κοντός
Σύνθετα
[επεξεργασία]και μορφές
- κοντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοντο- στο Βικιλεξικό
- κοντό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοντό- στο Βικιλεξικό
- κοντ- (πριν από φωνήεν) Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοντ- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- κοντόβραδο
- κοντοβράκι
- κοντόγεμος και κοντόγιομος
- κοντογούνι
- κοντοζυγώνω
- κοντόθωρος
- κοντόκαννος
- κοντοκομμένος
- κοντολαίμης - κοντολαίμα
- κοντολογίς
- κοντομάνικος
- κοντοπίθαρος
- κοντοπόδαρος
- Κοντορεβιθούλης
- κοντοσούβλι
- κοντοστέκομαι
- κοντοστούπης - κοντοστούπα
- κοντόσωμος
- κοντόφθαλμος
- κοντόχοντρος
- κοντοχωριανός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοντο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πρόθημα
[επεξεργασία]κοντο-, κοντό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων
- σχετικών με το επίθετο κοντός
- με κυριολεκτική, μεταφορική σημασία μικρού μεγέθους ή διάρκειας
- κοντογεμάτος (σχεδόν γεμάτος)
- κοντόλογος
- που δηλώνει δυσκολία
- με κυριολεκτική, μεταφορική σημασία μικρού μεγέθους ή διάρκειας
- που δηλώνει εγγύτητα: κοντά, σύντομα (χρονικά ή τοπικά)
- σχετικών με το επίθετο κοντός
Σύνθετα
[επεξεργασία]και μορφές
- κοντο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοντο- στο Βικιλεξικό
- κοντό- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοντό- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διαφορετικό το κοντο- όπως από το λατινικό cont- → δείτε τις λέξεις κοντόσταβλος και κονόσταβλος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοντο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Προθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)