Category:Ancient Greek verb forms
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek verbs
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Ancient Greek participles: Ancient Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Pages in category "Ancient Greek verb forms"
The following 200 pages are in this category, out of 8,532 total.
(previous page) (next page)Κ
- καθέζετ'
- καθέζετο
- καθείλκυσα
- καθελεῖν
- καθέλῃσι
- καθέλκομαι
- καθέλκομεν
- καθέξει
- καθέσταμεν
- κάθευδε
- καθεῦδε
- καθεύδησαι
- καθεύδησον
- καθῄρει
- καθῄρουν
- καθιδρύομαι
- καθιδρύομεν
- καθίδρυσα
- κάθισα
- καθίσταμαι
- καθιστάναι
- καθίσταντο
- καθίστασαν
- καθίστατο
- καθίστησιν
- καθιστῶνται
- καθορίζομαι
- καθορίζομεν
- καθορῶσι
- καῖε
- καίειν
- καίετο
- καίοντο
- κακουργέω
- κακῶσαι
- κάλει
- καλεῖν
- καλεῖσθαι
- καλέονται
- καλέουσι
- καλέουσιν
- καλέσσαι
- καλέσσατο
- κάλεσσον
- καλῇ
- καλοῦνται
- καλύπτομαι
- κάλυψα
- κάλυψας
- κάλυψε
- καλύψεις
- κάλυψεν
- καλῶ
- κάμε
- κάμον
- κάμπτομαι
- κάμψεις
- καπνίζομαι
- κάππεσ'
- κάππεσε
- κάππεσεν
- κάππεσον
- καρῶτον
- κατάβαλε
- καταβάλετε
- κατάβαλλε
- καταβάλλεται
- καταβάλλετε
- καταβάλλομαι
- καταβάλω
- κατάγειν
- καταγίγνει
- καταγίγνεσθε
- καταγίγνεσθον
- καταγίγνεται
- καταγίγνῃ
- καταγιγνόμεθα
- καταγίγνονται
- καταγράφομαι
- καταγράφομεν
- καταδιώκομαι
- καταδῦναι
- καταδύομαι
- καταδύσειαν
- καταθέτω
- καταθήσεσθε
- κατακοιμηθῆναι
- κατακτάμεν
- κατακτάμεναι
- καταλαμβάνομαι
- καταλαμβάνουσι
- κατάλεξον
- καταλέξω
- καταλυθήσεσθαι
- καταλυθήσομαι
- καταλύομαι
- καταλύομεν
- καταλῦσαι
- καταλύσει
- καταλύσειν
- καταλύσεις
- καταλύσεσθαι
- καταλύσετε
- καταλύσετον
- καταλύσῃ
- καταλύσομαι
- καταλύσομεν
- καταλύσουσι
- καταλύσουσιν
- καταλύσω
- καταμειδιάειν
- καταναγκάζομαι
- καταπεπαιδεραστηκέναι
- καταπλεόντων
- καταπολεμηθῆναι
- καταπολεμῆσαι
- καταπολεμήσασθαι
- κατασκευάζομαι
- καταστῆναι
- καταστήσουσι
- καταστρέφομαι
- κατάσχω
- κατατίθεμαι
- κατέβαλε
- κατέβαλεν
- κατέβαλλε
- κατέβαλλεν
- κατέβαλλον
- κατέβαλον
- κατεβήσετο
- κατεβλήθην
- κατεβόων
- κατέγραψα
- κατέδησαν
- κατέδουσιν
- κατέδυ
- κατέθεντο
- κατέθηκε
- κατέθηκεν
- κατεῖδον
- κατειργάσθην
- κατείχετο
- κατεκλάσθη
- κατέκτα
- κατέκτανε
- κατέλαβεν
- κατέλειπον
- κατέλεξα
- κατέλεξας
- κατέληξα
- κατελύθη
- κατελύθην
- κατελύθησαν
- κατέλυσα
- κατένευσε
- κατέπεφνε
- κατέπεφνεν
- κατέπλεον
- κατέπλευσα
- κατεργάζεσθαι
- κατέρεξεν
- κατέρρευσα
- κατέρυκε
- κατεσπάσθη
- κατέστη
- κατέστην
- κατέστησα
- κατέστησαν
- κατεστρέφοντο
- κατέστρεψα
- κατέσχεν
- κατέφθασα
- κατέφυγεν
- κατέχει
- κατέχευε
- κατέχευεν
- κατήλυθον
- κατηνάγκασα
- κατηναγκάσθην
- κατήντησα
- κατήπειγεν
- κατήργησα
- κάτθεσαν
- κατίσχυσα
- κατοικίσαι
- κατοικονομέω
- κατῴκιζε
- κατῳκίζετο
- κείμην
- κείρειν
- κεῖσθαι
- κεῖτ'
- κεῖται
- κεῖτο
- κέκασμαι
- κέκλετ'