Category:Ancient Greek verb forms
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek verbs
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Ancient Greek participles: Ancient Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Pages in category "Ancient Greek verb forms"
The following 200 pages are in this category, out of 8,532 total.
(previous page) (next page)Λ
- λῦε
- λύει
- λύειν
- λύεις
- λύεσθαι
- λυέσθω
- λυέσθων
- λύεται
- λύετε
- λύετο
- λύετον
- λυέτω
- λυέτων
- λυέτωσαν
- λύῃ
- λύῃς
- λύηται
- λύητε
- λύητον
- λυθεῖτε
- λύθεν
- λύθη
- λυθήσεται
- λυθήσῃ
- λυθήσομαι
- λυθησόμεθα
- λυθῶ
- λύοι
- λύοιεν
- λύοιμεν
- λυοίμην
- λύοιμι
- λύοιντο
- λύοιο
- λύοις
- λύοιτε
- λυοίτην
- λύοιτο
- λύοιτον
- λύομαι
- λυόμεθα
- λύομεν
- λυόμην
- λῦον
- λύονται
- λύοντο
- λυόντων
- λύου
- λύουσι
- λύουσιν
- λυποῦ
- λῦσαι
- λύσαιτε
- λῦσαν
- λύσασθαι
- λύσατε
- λῦσε
- λύσει
- λύσειν
- λύσεις
- λύσεται
- λύσετε
- λύσετον
- λύσῃ
- λύσοι
- λύσοιτο
- λύσομαι
- λυσόμεθα
- λύσομεν
- λῦσον
- λύσονται
- λύσουσι
- λύσω
- λύτο
- λύωμαι
- λυώμεθα
- λύωμεν
- λύωνται
- λύωσι
- λύωσιν
Μ
- μάθε
- μαθεῖν
- μάθοιτε
- μαθόντων
- μάθω
- μαίνεται
- μακρηγορεῖν
- μάνθανε
- μάρναντο
- μάρνασθαι
- μαστίζομαι
- μάστιξεν
- μαχέσασθαι
- μάχεσθαι
- μαχήσομαι
- μαχησόμεθ'
- μαχησόμεθα
- μαχοίμην
- μάχοιτο
- μάχονται
- μάχοντο
- μάχωμαι
- μεδώμεθα
- μεθύω
- μείδησεν
- μεῖναι
- μεῖνε
- μέλε
- μέλει
- μελέτω
- μελήσει
- μέλλει
- μέλλεις
- μελλήσει
- μέλλον
- μελλόντων
- μέλλωσιν
- μελόντων
- μέμαα
- μεμάασιν
- μέμασαν
- μέμηλεν
- μεμηνῦσθαι
- μέμνῃ
- μέμνηται
- μέμονας
- μένε
- μένει
- μενεῖ
- μένειν
- μενεῖν
- μένεις
- μενεῖς
- μενεῖτε
- μένεν
- μένετε
- μενέω
- μένῃ
- μενοινᾷ
- μενοινᾷς
- μένομεν
- μένον
- μενοῦμεν
- μενῶ
- μερμήριζε
- μερμήριξε
- μερμήριξεν
- μεταδίδομαι
- μεταδώσεις
- μεταδώσετε
- μεταλλᾷς
- μεταλλῆσαι
- μετανίστατο
- μετατρέπομαι
- μετατρέπομεν
- μετάφερε
- μεταφέρετε
- μεταφέρομαι
- μεταφέρομεν
- μεταφυτεύομαι
- μεταχειρίσαι
- μετέβαλον
- μετέγνωσαν
- μετέειπε
- μετέειπεν
- μετέειφ'
- μετελθεῖν
- μετέπρεπε
- μετέπρεπον
- μετέστησαν
- μετετράπην
- μετέτρεψα
- μετέφη
- μετέφρασα
- μετέχειν
- μετηύδα
- μήδετο
- μηνύομαι
- μήσατο
- μηχανόωνται
- μηχανῶμαι
- μιᾷ
- μιαίνομαι
- μίγη
- μιγήμεναι
- μιγῆναι
- μίμνειν
- μίμνετ'
- μίμνετε
- μίμνετο
- μιμνήσκομαι
- μίμνον
- μινύθει
- μίσει
- μισεῖ
- μίστυλλον
- μνᾶσθαι
- μνημονεύουσιν
- μνῆσαι
- μνήσαντο