Category:Ancient Greek verb forms
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek verbs
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Ancient Greek participles: Ancient Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Pages in category "Ancient Greek verb forms"
The following 200 pages are in this category, out of 8,532 total.
(previous page) (next page)Β
- βάζεις
- βαῖεν
- βαίη
- βαίημεν
- βαίην
- βαίης
- βαίητε
- βαῖμεν
- βαῖν'
- βαῖνε
- βαίνει
- βαίνειν
- βαίνεις
- βαίνεσθαι
- βαίνεσθε
- βαίνεται
- βαίνετε
- βαίνετον
- βαινέτω
- βαίνῃ
- βαίνῃς
- βαίνηται
- βαίνοι
- βαίνοιεν
- βαίνοιμεν
- βαίνοις
- βαίνοιτε
- βαίνομαι
- βαίνομεν
- βαίνονται
- βαινόντων
- βαίνουσι
- βαίνουσιν
- βαίνωμεν
- βαίνωνται
- βαίνωσι
- βαίνωσιν
- βαῖτε
- βάλ'
- βάλατε
- βάλε
- βαλέειν
- βάλεν
- βάλετ'
- βάλετε
- βάλετο
- βάλῃ
- βάλλε
- βάλλει
- βάλλεο
- βάλλεται
- βάλλετε
- βάλλετο
- βάλλομαι
- βάλλον
- βάλοι
- βάλον
- βάλω
- βάν
- βασίλευε
- βάσκ'
- βάσκε
- βάσκειν
- βάτην
- βεβαίου
- βεβαιώσατε
- βεβαιώσει
- βεβαιώσεις
- βεβαιώσετε
- βεβαιώσω
- βέβηκα
- βεβήκει
- βεβλήκει
- βέβληται
- βελτιώσεις
- βῆ
- βῇ
- βῆμεν
- βήμεναι
- βῆν
- βῆναι
- βῇς
- βήσεις
- βήσεσθαι
- βήσεται
- βήσετο
- βήσῃ
- βήσομαι
- βήσομεν
- βῆσον
- βήσονται
- βήσσῃς
- βήσω
- βῆτε
- βήτην
- βιάζωνται
- βιάσασθαι
- βιοῖ
- βιοῖς
- βιοτεύσειν
- βιοῦ
- βιῶ
- βλάπτει
- βλάπτειν
- βλάπτεσθαι
- βλάπτῃ
- βλάπτομαι
- βλάπτουσι
- βλάψαι
- βλέπε
- βλέπει
- βλέπομεν
- βοᾷ
- βοήθει
- βοηθεῖν
- βοηθῆσαι
- βοηθήσατε
- βοηθήσει
- βοηθήσεις
- βοηθήσω
- βοηθῶ
- βόσκομαι
- βούλεσθαι
- βούλεσθε
- βούλεται
- βούλετο
- βουλεύεσθαι
- βουλευσέμεν
- βουλεύσεσθαι
- βουλεύσεσθε
- βουλήσονται
- βουλοίμην
- βουλόμεθα
- βούλονται
- βούλωνται
- βρέμειν
- βρέχομαι
- βῶ
- βῶμεν
Γ
- γαγγαίνειν
- γεγάασιν
- γεγένημαι
- γεγενῆσθαι
- γέγονα
- γεγόναμεν
- γεγόνασι
- γεγόνασιν
- γεγόνατε
- γεγόνατον
- γεγονέναι
- γεγονέτω
- γεγόνῃς
- γεγόνοι
- γεγονοίη
- γεγονοίην
- γεγόνοιμι
- γεγόνοις
- γεγόνω
- γέγωνε
- γείνατο
- γέλασσαν
- γενέσθαι
- γένεσθε
- γένεσθον
- γενέσθω
- γενέσθων
- γένετ'
- γένετο
- γένῃ
- γενηθεῖεν
- γενηθείη
- γενηθείημεν
- γενηθείην
- γενηθείης
- γενηθείησαν
- γενηθείητε
- γενηθειήτην
- γενηθείητον
- γενηθεῖμεν
- γενηθεῖτε
- γενηθείτην
- γενηθεῖτον
- γενηθέντων
- γενηθῇ
- γενηθῆναι