Category:Ancient Greek verb forms
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek verbs
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Ancient Greek participles: Ancient Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Pages in category "Ancient Greek verb forms"
The following 200 pages are in this category, out of 8,532 total.
(previous page) (next page)Α
- αἰδεῖσθαι
- ἀΐεις
- αἰνῇ
- αἴνυτο
- αἱρεῖ
- αἴρει
- αἱρεῖς
- αἱρεῖτε
- αἱρήσει
- αἱρήσεις
- αἱρήσετε
- αἱρήσομεν
- αἱρήσω
- αἱροῦμεν
- αἰσθάνεται
- αἰσχύνεσθαι
- αἰσχύνομαι
- ἀκόντισαν
- ἀκόντισε
- ἄκουε
- ἀκούει
- ἀκούειν
- ἀκουέμεν
- ἀκούετε
- ἄκουον
- ἄκουσα
- ἀκοῦσαι
- ἄκουσαν
- ἄκουσε
- ἄκουσεν
- ἀκούσῃ
- ἀκούσῃς
- ἄκουσον
- ἀκούσω
- ἀκροάσει
- ἀκροᾶσθαι
- ἀλάλκοι
- ἀλέασθαι
- ἀλέεινε
- ἀλεξέμεναι
- ἀλέομαι
- ἀλεύατο
- ἀλέω
- ἀληθείην
- ἀλλοιοῦν
- ἀλλοτριοῦται
- ἆλτο
- ἀλύειν
- ἀλύξαι
- ἁλώῃ
- ἁλῶσιν
- ἁμαρτάνει
- ἁμαρτάνῃ
- ἁμαρτάνοι
- ἅμαρτε
- ἁμάρτωσιν
- ἀμβαίνειν
- ἀμείβετο
- ἀμείψασθαι
- ἀμορβεύεσκεν
- ἀμορβεύοντο
- ἀμῦναι
- ἀμύνει
- ἀμύνειν
- ἀμυνέμεν
- ἀμυνέμεναι
- ἄμυνεν
- ἀμύνεσθαι
- ἀμύνετε
- ἀμύνομαι
- ἀμυνούμεθα
- ἀμφεκάλυψε
- ἀμφεκάλυψεν
- ἀμφενέμοντο
- ἀμφεπένοντο
- ἀμφιβέβηκας
- ἀναβαίνειν
- ἀνάγκαζε
- ἀναγκάζει
- ἀναγκάζειν
- ἀναγκάζεις
- ἀναγκάζεσθαι
- ἀναγκάζεσθε
- ἀναγκάζεσθον
- ἀναγκαζέσθω
- ἀναγκαζέσθων
- ἀναγκάζεται
- ἀναγκάζετε
- ἀναγκάζετον
- ἀναγκαζέτω
- ἀναγκαζέτων
- ἀναγκάζῃ
- ἀναγκάζῃς
- ἀναγκάζησθε
- ἀναγκάζησθον
- ἀναγκάζηται
- ἀναγκάζητε
- ἀναγκάζητον
- ἀναγκάζοι
- ἀναγκάζοιεν
- ἀναγκαζοίμεθα
- ἀναγκάζοιμεν
- ἀναγκαζοίμην
- ἀναγκάζοιμι
- ἀναγκάζοιντο
- ἀναγκάζοιο
- ἀναγκάζοις
- ἀναγκάζοισθε
- ἀναγκαζοίσθην
- ἀναγκάζοισθον
- ἀναγκάζοιτε
- ἀναγκαζοίτην
- ἀναγκάζοιτο
- ἀναγκάζοιτον
- ἀναγκάζομαι
- ἀναγκαζόμεθα
- ἀναγκάζομεν
- ἀναγκάζονται
- ἀναγκαζόντων
- ἀναγκάζου
- ἀναγκάζουσι
- ἀναγκάζουσιν
- ἀναγκάζωμαι
- ἀναγκαζώμεθα
- ἀναγκάζωμεν
- ἀναγκάζωνται
- ἀναγκάζωσι
- ἀναγκάζωσιν
- ἀναγκάσαι
- ἀναγκάσασθαι
- ἀναγκασθῆναι
- ἀναγκασθήσεσθαι
- ἀναγράφομαι
- ἀναδείξεις
- ἀναδιδάξαι
- ἀνάειρε
- ἀναίνετο
- ἀναισχυντῶσιν
- ἀνακαλεῖ
- ἀνακαλύπτομαι
- ἀνακαλύπτομεν
- ἀνακαλύψεις
- ἀνακόπτομαι
- ἀνακόπτομεν
- ἀνακρίνομαι
- ἀνακρίνομεν
- ἀνακρούομαι
- ἀνανήψεις
- ἀνασκάπτομαι
- ἀνασκάπτομεν
- ἀνασπάω
- ἄνασσε
- ἀνάσσει
- ἀνάσσειν
- ἀνάσσεις
- ἄνασσεν
- ἀναστρέφομαι
- ἀνατείνομαι
- ἀνατείνομεν
- ἀνατέλλεις
- ἀνατρέπομαι
- ἀνατρέπομεν
- ἀνδραποδιέομαι
- ἀνδραποδιέω
- ἀνδραπόδιζε
- ἀνδραποδίζει
- ἀνδραποδίζειν
- ἀνδραποδίζεις
- ἀνδραποδίζεσθαι
- ἀνδραποδίζεσθε
- ἀνδραποδίζεσθον
- ἀνδραποδιζέσθω
- ἀνδραποδιζέσθων
- ἀνδραποδίζεται
- ἀνδραποδίζετε
- ἀνδραποδίζετον
- ἀνδραποδιζέτω
- ἀνδραποδιζέτων
- ἀνδραποδίζῃ
- ἀνδραποδίζῃς
- ἀνδραποδίζησθε
- ἀνδραποδίζησθον
- ἀνδραποδίζηται
- ἀνδραποδίζητε
- ἀνδραποδίζητον
- ἀνδραποδίζοι
- ἀνδραποδίζοιεν
- ἀνδραποδιζοίμεθα
- ἀνδραποδίζοιμεν
- ἀνδραποδιζοίμην
- ἀνδραποδίζοιμι
- ἀνδραποδίζοιντο
- ἀνδραποδίζοιο
- ἀνδραποδίζοις
- ἀνδραποδίζοισθε
- ἀνδραποδιζοίσθην
- ἀνδραποδίζοισθον
- ἀνδραποδίζοιτε
- ἀνδραποδιζοίτην
- ἀνδραποδίζοιτο