Category:Ancient Greek verb forms
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek verbs
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Ancient Greek participles: Ancient Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Pages in category "Ancient Greek verb forms"
The following 190 pages are in this category, out of 8,532 total.
(previous page) (next page)Φ
- φέβοντο
- φέρε
- φέρει
- φέρειν
- φέρεις
- φερέμεν
- φέρεν
- φέρεσθαι
- φέρεσθε
- φέρεται
- φέρετε
- φέροι
- φέροιεν
- φέρομαι
- φέρομεν
- φερόμην
- φέρον
- φέρονται
- φεῦγε
- φεύγειν
- φευγόντων
- φῆ
- φῇ
- φημι
- φῄς
- φῇς
- φησί
- φησι
- φησίν
- φησιν
- φῆτε
- φθάσαι
- φθινύθουσι
- φθινύθουσιν
- φθίσθαι
- φιλέειν
- φιλέεσκεν
- φίλει
- φιλεῖ
- φιλεῖς
- φιλεῖτε
- φιλῇς
- φιλοῦμεν
- φιλοῦσι
- φιλοῦσιν
- φιλῶ
- φοβεῖ
- φοβεῖς
- φοβεῖται
- φοβεῖτε
- φοβέομαι
- φόβηθεν
- φοβηθήσεσθαι
- φοβηθήσεσθε
- φοβηθήσεται
- φοβηθήσομαι
- φοβηθήσονται
- φοβήσει
- φοβήσειν
- φοβήσεις
- φοβήσεσθαι
- φοβήσεσθε
- φοβήσεται
- φοβήσετε
- φοβήσομαι
- φοβήσομεν
- φόβησον
- φοβήσονται
- φοβήσω
- φοβοῦμεν
- φοβῶ
- φοίτα
- φονεύειν
- φονεύομαι
- φορέει
- φορέειν
- φορέεσκε
- φορέεσκον
- φόρει
- φορεῖ
- φορεῖν
- φορεῖς
- φορεῖται
- φορέουσι
- φορέσατε
- φορέσω
- φορῆναι
- φόρησα
- φορήσομαι
- φορήσω
- φράζειν
- φράζεο
- φράζεσθαι
- φράζομαι
- φραζώμεθ'
- φραζώμεθα
- φρονέουσ'
- φρονέουσι
- φρουρεῖν
- φρουροῖς
- φῦ
- φυγέειν
- φύγεν
- φύγῃ
- φύγῃσι
- φύγοι
- φύγοιμεν
- φύγον
- φυλάσσειν
- φύομαι
- φυτεύει
- φυτεύομαι
- φῶ
- φῶμεν
- φωνῇ
- φώνησεν